- ξεσυνέριο
- τό1) подражатель, -ница (моде и т. п.); обезьяна (разг ); 2) конкуренция, соперничество; 3) зависть;
§ η δουλειά δεν έχει ξεσυνέριο — всякая работа почётна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ η δουλειά δεν έχει ξεσυνέριο — всякая работа почётна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσυνέριο — το 1. διεκδίκηση πρωτείων, άμιλλα από φιλοπρωτία, συναγωνισμός, αμοιβαία αμφισβήτηση 2. ζηλοφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεσυνερίζομαι] … Dictionary of Greek
ξεσυνέρισμα — και ξεσυνόρισμα, το [ξεσυνερίζομαι] η ξεσυνέριση, το ξεσυνέριο … Dictionary of Greek